ἀρρωστῇ

ἀρρωστῇ
ἀρρωστέω
to be unwell
pres subj mp 2nd sg
ἀρρωστέω
to be unwell
pres ind mp 2nd sg
ἀρρωστέω
to be unwell
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Grammatik der neugriechischen Sprache — Die neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet (zusammen mit ihren Vorstufen) einen eigenen Zweig der indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat im Bereich der Grammatik eine… …   Deutsch Wikipedia

  • Grammatik des Neugriechischen — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Grammatik — Die Neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet einen eigenen Zweig der Indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat grammatisch einige ursprüngliche Merkmale dieser Sprachfamilie… …   Deutsch Wikipedia

  • Психарис, Яннис — Яннис Психарис греч. Γιάννης Ψυχάρης …   Википедия

  • άρρωστος — η, ο (AM ἄρρωστος, ον) 1. ο αδύνατος, ο ασθενής 2. ο ψυχικά ασθενής νεοελλ. 1. μτφ. ο καταστενοχωρημένος, αυτός που δεν έχει διάθεση 2. ο παράλογος (π.χ. άρρωστη φαντασία, άρρωστος εγωισμός) αρχ. ο απρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρώννυμαι (παθ …   Dictionary of Greek

  • Αλφιέρι, Βιτόριο — (Vittorio Alfieri, Άστι 1749 – Φλωρεντία 1803). Ιταλός συγγραφέας. Θεωρείται o πρώτος δραματουργός της Ιταλίας. Η εξαιρετικά πολυκύμαντη ζωή του τον οδήγησε σε πολλές χώρες της Ευρώπης (Πρωσία, Αυστρία, Ελβετία, Ολλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία,… …   Dictionary of Greek

  • Γουλφ, Τόμας Κλέιτον — (Thomas Clayton Wolfe, Άσβιλ, Βόρεια Καρολίνα 1900 – Βαλτιμόρη 1938). Αμερικανός συγγραφέας. «Ο κόσμος μου ανήκε στην εργατική τάξη», έγραψε ο Γ., που έζησε πράγματι τα παιδικά του χρόνια ανάμεσα στους ορεσίβιους της Βόρειας Καρολίνας και στο… …   Dictionary of Greek

  • Καζαντζάκη, Γαλάτεια — (Ηράκλειο Κρήτης 1881 – 1962). Λογοτέχνης. Υπήρξε σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη και του Μάρκου Αυγέρη (στον δεύτερο γάμο της), ενώ ήταν αδελφή της Έλλης Αλεξίου. Σπούδασε σε γαλλικό σχολείο. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το… …   Dictionary of Greek

  • Κίρχνερ, Ερνστ Λούντβιχ — (Ludwig Ernst Kirchner, Άαφενμπαχ, Βαυαρία 1880 – Νταβός, Ελβετία 1938). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Σπούδασε στη Δρέσδη (1901 4), στην εθνογραφική σχολή του Τσβίνγκερ, την τέχνη των νησιών του Ειρηνικού και μελέτησε με πάθος τη γερμανική… …   Dictionary of Greek

  • νευρική ανορεξία — Παθολογική κατάσταση, που –οδηγώντας κυριολεκτικά σε λιμοκτονία– μπορεί να καταλήξει σε θάνατο. Είναι μια διαταραχή ψυχολογική, κατά την οποία το άτομο που υποφέρει πιστεύει ότι είναι υπέρβαρο, παρά το γεγονός ότι είναι επικίνδυνα αδύνατο. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”